Ἡρακλεωτικά

Ἡρακλεωτικά
Ἡρακλεωτικός
a man of Heraclea
neut nom/voc/acc pl
Ἡρακλεωτικά̱ , Ἡρακλεωτικός
a man of Heraclea
fem nom/voc/acc dual
Ἡρακλεωτικά̱ , Ἡρακλεωτικός
a man of Heraclea
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἡρακλεωτικάς — Ἡρακλεωτικά̱ς , Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”